ὑπολογισμός

From LSJ
Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολογισμός Medium diacritics: ὑπολογισμός Low diacritics: υπολογισμός Capitals: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypologismós Transliteration B: hypologismos Transliteration C: ypologismos Beta Code: u(pologismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A consideration, reason, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑ. κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.

German (Pape)

[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμόςυπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).

Russian (Dvoretsky)

ὑπολογισμός: ὁ расчет, соображение Plut.