ἀνετεροίωτος

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνετεροίωτος Medium diacritics: ἀνετεροίωτος Low diacritics: ανετεροίωτος Capitals: ΑΝΕΤΕΡΟΙΩΤΟΣ
Transliteration A: aneteroíōtos Transliteration B: aneteroiōtos Transliteration C: aneteroiotos Beta Code: a)neteroi/wtos

English (LSJ)

ον,

   A unchangeable, Arist.Mu.392a32; unaltered, Phld. Po.994.3, S.E.M.8.455; undifferentiated, Dam.Pr.68, Procl.in Prm. p.926S.

German (Pape)

[Seite 226] unverändert, unveränderlich, Arist. mund. 2, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνετεροίωτος: -ον, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος, τὸ γλυκὺ οὐκ ἂν γένοιτο πικρόν, ἀπαθὲς καὶ ἀνετεροίωτον ὑποκείμενον Ἀριστ. π. Κοσμ. 2. 9, Σέξτ. ἐμπ. π. Μ. 8. 455.

Spanish (DGE)

-ον
1 no alterado τὸ γλυκὺ ... ἀπαθὲς καὶ ἀ. S.E.M.8.455, cf. Phld.Po.A.3.7
indiferenciado οὐσία Dam.Pr.68, τὸ ἕν Procl.in Prm.1190.28.
2 inmutable φύσις Arist.Mu.392a32.

Greek Monolingual

ἀνετεροίωτος, -ον (Α)
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνετεροίωτος: неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ ἄτρεπτος Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.).