αἴητος

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴητος Medium diacritics: αἴητος Low diacritics: αίητος Capitals: ΑΙΗΤΟΣ
Transliteration A: aíētos Transliteration B: aiētos Transliteration C: aiitos Beta Code: ai)/htos

English (LSJ)

prob.

   A = ἄητος (q. v.), πέλωρ, of Hephaestus, Il.18.410.

Greek (Liddell-Scott)

αἴητος: ἐν Ἰλ. Σ. 410· ὁ Ἥφαιστος ἀποκαλεῖται πέλωρ αἴητον, πιθαν = ἄητον, πελώριον, πανίσχυρον τέρας, Βουττμ. Λεξίλ ἐν λέξ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au souffle bruyant.
Étymologie: ἄημι.

English (Autenrieth)

epith. of Hephaestus, πέλωρ αἴητον, ‘terrible;’ ‘puffing’ (if from ἄημι), Il. 18.410†. By some thought to be the same word as ἄητος.

Spanish (DGE)

-ον
sent. dud. quizá terrible, asustante πέλωρ de Hefesto Il.18.410, cf. αἴητον· πνευστικόν, ἢ πυρῶδες, ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου Hsch.

Greek Monotonic

αἴητος: στην Ομήρ. Ιλ. ο Ήφαιστος ονομαζόταν πέλωρ αἴητον = ἄητον, τρομερό, μεγάλο, πελώριο, ισχυρό τέρας.

Russian (Dvoretsky)

αἴητος: Hom. = ἄητος.