ἀνεπαίσθητος

From LSJ
Revision as of 16:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπαίσθητος Medium diacritics: ἀνεπαίσθητος Low diacritics: ανεπαίσθητος Capitals: ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: anepaísthētos Transliteration B: anepaisthētos Transliteration C: anepaisthitos Beta Code: a)nepai/sqhtos

English (LSJ)

ον,

   A unperceived, imperceptible, Ti.Locr. 100b, Plu.2.1062b, Luc.Sat.33. Adv. -τως Simp. in Cat.309.3.    2 Act., not perceiving, τινός Plb.28.1.6, Longin.4.1. OGI194(Egypt. Adv. -τως Ph.Fr.70H., Hippiatr.38, Svrian. in Metaph.100.38, Simp. in Ph.1198.39.

German (Pape)

[Seite 224] 1) nicht fühlbar, κίνησις Plat. Locr. 100 b; δαπάνη, unmerklich, Luc. Ep. Sat. 33. – 2) nicht bemerkend, τινός, etwas, Longin. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπαίσθητος: -ον, ἀπαρατήρητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ, ὡς καὶ νῦν, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Πλούτ. 2. 1062Β, Λουκ. Κρον. 33. 2) ἐνεργ. ὁ μὴ παρατηρῶν τι, τινός, Λογγῖν. 4. 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 13, - Ἐπίρρ. -τως Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insensible, que l’on ne sent pas, dont on ne s’aperçoit pas, imperceptible.
Étymologie: ἀ, ἐπαισθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se da cuenta de c. gen. τῶν σφετέρων Plb.38.1.6, ταῖς θέαις ἡ πόλις καὶ σχολαῖς ταῖς δημοτικαῖς ἀνεπαίσθητος λιμοῦ con los espectáculos y las diversiones públicas la ciudad se olvida del hambre Ps.Dicaearch.1.2, cf. OGI 194.13 (Egipto II d.C.), Longin.4.1, ἑαυτοῦ Hierocl.p.23.
2 imperceptible διαφορά Plu.2.1062d, φιλοτιμήματα Luc.Nau.40, cf. Sat.33.
II adv. -ως sin darse cuenta Ph.Fr.p.70., Hippiatr.38.9, Syrian.in Metaph.100.38, Simp.in Ph.1198.39
imperceptiblemente Ti.Locr.100c, Simp.in Cat.309.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.

Greek Monotonic

ἀνεπαίσθητος: -ον (ἐπαισθάνομαι), απαρατήρητος, ανεπαίσθητος, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπαίσθητος: неощутимый, незаметный (κίνησις Plat.; διαφορά Plut.; δαπάνη Luc.).