ἀνιγρός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ά, όν,
A = ἀνιαρός 1, Nic.Th.8, Call.Iamb.1.164 (prob.), Opp. H.3.188; νοῦσος Call.Aet.3.1.14; cf. ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν, δυσῶδες, ἀσεβές, Hsch.; ἀ. ἀντίπαλοι AP7.561 (Jul. Aegypt.); δαίμων IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 236] = ἀνιαρός, sp. D., z. B. Iul. Aeg. 64 (VII, 561); Opp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιγρός: ά (ή), όν, = ἀνιαρός, Νικ. Θ. 8, Ὀππ. Ἀλ. 3. 188, Ἀνθ. Π. 7. 561, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν· λυπηρόν, μοχθηρόν».
Spanish (DGE)
-ά, -όν
penoso, molesto, que causa daño νοῦσος Call.Fr.75.14, ἀντίπαλοι AP 7.561 (Iul.Aegypt.), δαίμων IUrb.Rom.1379.1 (II/III d.C.), cf. Nic.Th.8, Opp.H.3.188
•ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν, δυσῶδες, ἀσεβές Hsch.
• Etimología: El sent. ἀχάθαρτος ha sugerido una relación c. νίζω, de *neigu̯- ‘lavar’; otros sent. favorecen la rel. c. lat. niger, gr. νεβρός q.u.
Greek Monolingual
ἀνιγρός, -ή και -ά, -όν (Α)
ανιαρός, κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Russian (Dvoretsky)
ἀνιγρός: Anth. = ἀνιαρός.