ἔμπα

From LSJ
Revision as of 19:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.———————— (II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.

Greek Monotonic

ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.