ἐξαγκωνίζω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A nudge with the elbow, Ar.Ec.259. II bind one's hands behind his back, D.S.34.2, Ph.2.564; ἐξηγκωνισμένος D.S.13.27: metaph., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμὸν Ph.2.128.
German (Pape)
[Seite 861] 1) die Ellenbogen einstemmen u. sich so entgegenstellen, Ar. Eccl. 259. – 2) die Hände auf den Rücken binden, D. Sic. 13, 27; übertr., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν, befangen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγκωνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὠθῶ, «σπρώχνω» διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 259· πρβλ. προεξαγκωνίζω. ΙΙ. δένω τὰς χεῖράς τινος ὀπισθάγκωνα, Διοδ. Ἀποσπ. 527. 65· ἐξηγκωνισμένος ὁ αὐτ. 13. 27· μεταφ., ἐξηγκ. τὸν λογισμὸν Φίλων 2. 128.
French (Bailly abrégé)
1 se mettre les poings sur les hanches;
2 lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ἐξ, ἀγκωνίζω.
Spanish (DGE)
I 1sacar los codos, ponerse en jarras ἐξαγκωνιῶ ὡδί me pondré así en jarras como postura de defensa y ataque (habla Praxágora), Ar.Ec.259.
2 atar con los brazos a la espalda, codo con codo αὐτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα D.S.34/35.2.13, cf. Ph.2.564, en v. pas. D.S.13.27.
II fig. atar, anular en v. pas. c. ac. de rel. ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν Ph.2.128.
Greek Monolingual
ἐξαγκωνιζω (AM)
δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω
(«εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε -ίζω].
Russian (Dvoretsky)
ἐξαγκωνίζω: 1) досл. упираться руками в бока, подбочениваться, перен. оказывать сопротивление Arph.;
2) скручивать руки за спиной (ἐξαγκωνίσαι τινά Diod.).