ἐπαλκής

From LSJ
Revision as of 20:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλκής Medium diacritics: ἐπαλκής Low diacritics: επαλκής Capitals: ΕΠΑΛΚΗΣ
Transliteration A: epalkḗs Transliteration B: epalkēs Transliteration C: epalkis Beta Code: e)palkh/s

English (LSJ)

ές,

   A strong, dub. in A.Ch.415 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] ές, stärkend, Aesch. Ch. 409, Schol. ἰσχυροποιός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλκής: -ές, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, «ἰσχυροποιὸς» (Σχόλ.), ἀλλὰ νῦν γράφεται διῃρημένως ἐπ’ ἀλκῆς Αἰσχύλ. Χο. 415· - τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort ; qui donne de la force.
Étymologie: ἐπί, ἀλκή.

Greek Monolingual

ἐπαλκής, -ές (Α)
ισχυρός, ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»].

Greek Monotonic

ἐπαλκής: -ές (ἀλκή), δυνατός, ρωμαλέος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαλκής: предполож. сильный Aesch.