Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίσφυρος

From LSJ
Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίσφῠρος Medium diacritics: καλλίσφυρος Low diacritics: καλλίσφυρος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: kallísphyros Transliteration B: kallisphyros Transliteration C: kallisfyros Beta Code: kalli/sfuros

English (LSJ)

, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24),

   A beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.

English (Autenrieth)

(σφυρά): fair-ankled.

Greek Monolingual

καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό-σφυρος, ροδό-σφυρος].

Greek Monotonic

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).