καρός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,
A = κάρυα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
sommeil profond, engourdissement.
Étymologie: DELG κάρ, idée de « avoir la tête lourde ».
2v. κάρ².
English (Autenrieth)
defect. gen.: doubtful word, only τίω σέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ, ‘the value of a straw,’ ‘not a whit,’ Il. 9.378.
Greek Monolingual
καρός, ὁ (Α) καρώ
(κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά».
Russian (Dvoretsky)
κᾱρός: ὁ дор. Theocr. v. l. = κηρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρός gen. sing. van κάρ 1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρός: gen. к *κάρ III.