κατεύδω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
for καθεύο̄ω, barbarism in Ar.Th.1193.
German (Pape)
[Seite 1398] sagt der Scythe für καθεύδω Ar. Th. 1193.
Greek (Liddell-Scott)
κατεύδω: ἀντὶ καθεύδω, βαρβαρισμός· ὁ Σκύθης ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1193.
Greek Monolingual
κατεύδω (Α)
κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεύδω barb. voor καθεύδω.
Russian (Dvoretsky)
κατεύδω: ион., тж. Arph. в произн. скифа = καθεύδω.