κνηστίς
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A hollow hair-pin, Plu.Ant.86.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, κοίλη, bei Plut. Anton. 86 eine Art Frisir- oder Haarnadel, calamistrum; D. Cass. 51, 14, in derselben Erzählung, steht βελόνη dafür.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστίς: -ίδος, ἡ, παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀντων. 86, φαίνεται ὅτι ἦτο περόνη τις, δι’ ἧς ἡ Κλεοπάτρα συνεκράτη τὴν κόμην αὑτῆς οὖσα ἔνδοθεν κοίλη πρὸς ἀπόκρυψιν δηλητηρίου˙ καλουμένη βελόνη παρὰ τῷ Ξιφιλίν. σ. 56.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
aiguille à coiffer.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
κνηστίς, -ίδος, ἡ (Α) κνω
διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών.
Russian (Dvoretsky)
κνηστίς: ίδος ἡ головная шпилька Plut.