λαβδακισμός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὁ, lambdacism, lallation (λάμβδα, λάβδα) a defect in pronunciation, Quint.Inst.1.5.32 (pl.), Diom.453 K.
German (Pape)
[Seite 1] ὁ, Lambdazismus, λαμβδακισμός (err.)
French
labdacisme, lambdacisme
Greek Monolingual
ο (Α λαβδακισμός) λαβδακίζω
1. η συχνή χρήση του λ
2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά του φθόγγου Λ, ως υγρού —ως γ— ή παχέος —ως διπλού λλ— ή του φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό.
Russian (Dvoretsky)
λαβδακισμός: ὁ = λαμβδακισμός.