λώτισμα

From LSJ
Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτισμα Medium diacritics: λώτισμα Low diacritics: λώτισμα Capitals: ΛΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: lṓtisma Transliteration B: lōtisma Transliteration C: lotisma Beta Code: lw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593, cf. A.Fr.99.17a.

German (Pape)

[Seite 76] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.

Greek (Liddell-Scott)

λώτισμα: τό, ἄνθος: μεταφορ. ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. λωτίζομαι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώτισμα˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
la fleur, càd la partie délicate d’une chose.
Étymologie: λωτίζω.

Greek Monolingual

λώτισμα, τὸ (Α) λωτίζομαι)
1. άνθος
2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

λώτισμα: -ατος, τό, λουλούδι, άνθος· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λώτισμα: ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.).