μελαγχίτων

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχίτων Medium diacritics: μελαγχίτων Low diacritics: μελαγχίτων Capitals: ΜΕΛΑΓΧΙΤΩΝ
Transliteration A: melanchítōn Transliteration B: melanchitōn Transliteration C: melagchiton Beta Code: melagxi/twn

English (LSJ)

[ῐ] ωνος, ὁ, ἡ,

   A with black raiment: hence, metaph., darksome, gloomy, φρήν A.Pers.115 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ωνος, mit schwarzem Unterkleide, schwarz gekleidet u. übertr. traurig, φρήν, Aesch. Pers. 114.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, μέλαν ἔνδυμα, Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., σκοτεινός, κατηφής, φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
vêtu de noir, en vêtement de deuil ; fig. sombre, triste.
Étymologie: μέλας, χιτών.

Greek Monolingual

μελαγχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α, Μ μελαχίτων)
βλ. μελανοχίτωνας.

Greek Monotonic

μελαγχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά μαύρο μανδύα, σκουρόχρωμος, σκοτεινός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) в черном одеянии, одетый в черное (sc. γυναῖκες Aesch.);
2) мрачный, скорбный (φρήν Aesch.).