παλιμπρυμνηδόν

From LSJ
Revision as of 01:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπρυμνηδόν Medium diacritics: παλιμπρυμνηδόν Low diacritics: παλιμπρυμνηδόν Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΥΜΝΗΔΟΝ
Transliteration A: palimprymnēdón Transliteration B: palimprymnēdon Transliteration C: palimprymnidon Beta Code: palimprumnhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A stern-foremost, E.IT1395, from Hsch., who expl. it οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.

German (Pape)

[Seite 449] rückwärts, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπρυμνηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἑρμηνεύει: οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la poupe retournée, à reculons.
Étymologie: πάλιν, πρύμνα, -δον.

Greek Monolingual

παλιμπρυμνηδόν (Α)
επίρρ. (για πλοίο) με την πρύμνη προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνηδόν].

Greek Monotonic

πᾰλιμπρυμνηδόν: (πρύμνα), επίρρ., με την πρύμνη προς τα εμπρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπρυμνηδόν: adv. кормою вперед (ὠθεῖν Eur.).