πάνεφθος

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεφθος Medium diacritics: πάνεφθος Low diacritics: πάνεφθος Capitals: ΠΑΝΕΦΘΟΣ
Transliteration A: pánephthos Transliteration B: panephthos Transliteration C: panefthos Beta Code: pa/nefqos

English (LSJ)

ον,

   A quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.

German (Pape)

[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].

Greek Monotonic

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, λέγεται για μέταλλα, πολύ καθαρός, ολότελα ανόθευτος ή αμιγής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πάνεφθος: (ᾰ) отлично вываренный, т. е. очищенный от шлака, чистый (κασσίτερος Hes.).