παραδιόρθωσις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ,
A marginal correction, in pl., Plu.2.33b.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, Verbesserung durch ein Danebenstellen, Plut. de aud. poet. 11.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιόρθωσις: ἡ, διόρθωσις ἐν τῷ περιθωρίῳ, Πλούτ. 2. 33Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire une correction mauvaise.
Étymologie: παρά, διορθόω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α παραδιορθώ
διόρθωση κειμένου στο περιθώριο.
Russian (Dvoretsky)
παραδιόρθωσις: εως ἡ поправка, исправление (на полях) Plut.