παρεῖδον
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
aor. 2, παροράω being used as pres.,
A observe by the way, remark, notice, τινί τι something in one, οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδών Hdt. 1.37, cf. 38 ; π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν ib.108. II overlook, disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. Lycurg.64; παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν D.21.96. 2 cast a side glance, Ar.Ra.815.
German (Pape)
[Seite 511] inf. παριδεῖν, aor. II. zu παροράω.
Greek (Liddell-Scott)
παρεῖδον: ἀόρ. β΄τοῦ παροράω ὄντος ἐν χρήσει ὡς ἐνεστῶτος: -παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, τινί τι, βλέπω, παρατηρῶ τι εἴς τινα, οἷον, δειλίην τινά μοι παριδὼν Ἡρόδ. 1. 37, 38· π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδὲν αὐτόθι 108. ΙΙ. παραβλέπω, παραμελῶ, Ἀντιφῶν 114. 6, Λυκοῦργ. 156. 7· παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν 545. 28.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de παροράω.
Greek Monotonic
παρεῖδον: αόρ. βʹ του παροράω χρησιμ. ως ενεστ.
I. παρατηρώ εν παρόδω, προσέχω, τί τινι, κάτι σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. παραβλέπω, παραμελώ, αδιαφορώ, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρεῖδον: aor. 2 к παροράω.