προαιρετός

From LSJ
Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιρετός Medium diacritics: προαιρετός Low diacritics: προαιρετός Capitals: ΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: proairetós Transliteration B: proairetos Transliteration C: proairetos Beta Code: proaireto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A deliberately chosen, purposed, Arist.EN1113a10, Metaph.1025b24. Adv. -τῶς Placit.1.29.3, Gal. 19.452.    II appointed as representative, in pl., ὑπὸ τᾶς πόλιος SIG241.133 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 705] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαιρετός: -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 préféré;
2 que l’on choisit librement, que l’on décide spontanément.
Étymologie: προαιρέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προαιροῡμαι
1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή
2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).

Greek Monotonic

προαιρετός: -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.

Russian (Dvoretsky)

προαιρετός: (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.