προεμπίπτω

From LSJ
Revision as of 02:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεμπίπτω Medium diacritics: προεμπίπτω Low diacritics: προεμπίπτω Capitals: ΠΡΟΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proempíptō Transliteration B: proempiptō Transliteration C: proempipto Beta Code: proempi/ptw

English (LSJ)

   A fall on or into before, ἡ βολὴ π. τῷ ὕδατι Hld.9.5; attack first, Ael.Tact.37.6; take the first step, εἰς γνῶσιν D.L.4.39.    2 protrude into, c. dat., Gal.UP 7.7; προεμπίπτει τὰ χείλη, of a bear trying to bite a net, Plu.2.918f.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πίπτω), vorher hineinfallen, hineingerathen, Plut. de prim. fr. 7, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

προεμπίπτω: ἐμπίπτω πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39.

French (Bailly abrégé)

f. προεμπεσοῦμαι, ao.2 προενέπεσον, etc.
tomber auparavant dans ou sur, τινι.
Étymologie: πρό, ἐμπίπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πέφτω προηγουμένως μέσα σε κάτι
2. προωθώ προς τα μέσα
αρχ.
1. επιτίθεμαι, εφορμώ πρώτος
2. κάνω το πρώτο βήμα, κάνω την αρχή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐμπίπτω «πέφτω μέσα, επιτίθεμαι»].

Russian (Dvoretsky)

προεμπίπτω: 1) первым или ранее впадать, врываться (Plut.; οἱ Αἰτωλοὶ προεμπεπτωκότες Polyb.);
2) устремляться (εἰς γνῶσιν Diog. L.).