πρόσθε

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσθε Medium diacritics: πρόσθε Low diacritics: πρόσθε Capitals: ΠΡΟΣΘΕ
Transliteration A: prósthe Transliteration B: prosthe Transliteration C: prosthe Beta Code: pro/sqe

English (LSJ)

Ion. and poet. for πρόσθεν (q.v.).

German (Pape)

[Seite 765] ion. u. poet. statt πρόσθεν, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσθε: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ πρόσθεν, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. πρόσθεν.

English (Slater)

πρόσθε, (ν)
   1 earlier ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν (O. 10.31) πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (O. 10.50) ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ (P. 3.14) οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (P. 9.125) κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ (N. 9.15) διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71) τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα (Pae. 8.84) followed by πρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.91)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πρόσθεν.

Greek Monotonic

πρόσθε: Ιων. και ποιητ. αντί πρόσθεν.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθε: ион. = πρόσθεν I и II.