Πυθιάς
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
άδος, pecul. fem. of Πύθιος, Π. βοά a song
A to Apollo, S.Fr. 490; νίκη Pl.Lg.807c. II as Subst., 1 (sc. ἱέρεια), = Πυθία, the Pythian priestess, Plu.2.295d; Π. προφῆτις, one of the dramatis personae in A.Eu.. 2 (sc. ἑορτή), the celebration of the Pythian games, Pi.P.1.32, 5.21, IG14.747 (Naples); ἁ Πυθιὰς ἁ ἱαρἀ, ἁ ἱερομηνία ἁ Πυθιάς, ib.22.1126.38,44. 3 (sc. νίκη), Pythian victory, ἐνίκησε . . Πυθιάδας ἕξ Paus.6.14.10, cf. 10.7.4. 4 (sc. πομπή), sacred mission from Athens to Delphi, Ephor.31 J., dub. in SIG 296 (Delph., iv B.C.): leg. Πυθαΐς. 5 (sc. ὁδός), sacred way from Delphi to Tempe, Ael.VH3.1.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθιάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλ. τοῦ Πύθιος, Π. βοά, ᾠδὴ εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, Σοφ. Ἀποσπ. 435· νίκη Πλουτ. Νόμ. 807C. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἱέρεια), = ἡ Πυθία, ἡ ἐν Δελφοῖς ἱέρεια, Πλούτ. 2. 295D· Π. προφῆτις, ἓν ἐκ τῶν προσώπων ἐν ταῖς Εὐμενίσι τοῦ Αἰσχύλου. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑορτή), ἡ τέλεσις τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, οἱ Πυθικοὶ ἀγῶνες, ὡς τὰ Πύθια, Πινδ. Π. 1. 58., 5. 26, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5804. 15· ἁ Πυθιὰς ἁ ἱερά, ἁ ἱερομηνία ἁ Πυθιὰς αὐτόθι 1688. 38, 44. 3) (ἐξυπακουομ. τοῦ νίκη) νίκη ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, ἐνίκησε... Πυθιάδας ἓξ Παυσ. 6. 14, 10, πρβλ. 10. 7, 4. 4) (ἐξυπακουομ. τοῦ πομπή), ἱερὰ ἀποστολὴ ἢ θεωρία ἐξ Ἀθηνῶν εἰς Δελφούς, Στράβ. 422. 5) (ἐξυπακουομ. τοῦ ὁδός), ἡ ἱερὰ ὁδὸς ἡ ἐκ τῶν Τεμπῶν μέχρι Δελφῶν, καὶ τὴν ὁδὸν ἐκείνην ἔρχονται, ἣ καλεῖται μὲν Πυθιάς, φέρει δὲ διὰ Θετταλίας καὶ Πελασγίας καὶ τῆς Οἴτης καὶ τῆς Αἰνιάνων χώρας κτλ., Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 3. 1.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 la Pythie;
2 les jeux Pythiques;
3 la période Pythique, intervalle de quatre ans entre deux célébrations des jeux Pythiques;
4 la voie Pythique la route de Delphes à Tempé.
Étymologie: Πυθώ.
English (Slater)
Πῡθιᾰς (sc. ἑορτά.)
1 Pythian festival Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ (P. 1.32) κλεεννᾶς ὅτι εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν (P. 5.21) ἐν Πυθιάδι (P. 8.84)
Greek Monotonic
Πῡθιάς: -άδος, ιδιότυπο θηλ. του Πύθιος·
1. (ενν. ἱέρεια) = ἡ Πυθία, η ιέρεια των Δελφών, σε Αισχύλ.
2. (ενν. ἑορτή), η γιορτή των Πυθικών αγώνων, σε Πίνδ.
3. (ενν. πομπή), ιερή αποστολή από την Αθήνα στους Δελφούς, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθιάς: άδος (ᾰδ) adj. f Πυθώ пифийская (βοά Soph.; νίκη Plat.).
άδος ἡ
1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἡ Πυθία;
2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια;
3) пифиада (четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut.