προφῆτις
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ιδος, fem. of προφήτης, esp. of the Pythia, E.Ion 42,321, Pl.Phdr.244a, Phld.Acad.Ind.p.26 M.: generally, CIG3796 (Chalcedon), LXX Ex.15.20, Jd.4.4, Schwyzer633.20 (Eresus, ii/i B.C.): metaph.,
A π. τῆς ἀληθείας D.S.1.2. 2 prophet's wife, LXXIs. 8.3.
German (Pape)
[Seite 797] ιδος, ἡ, fem. von προφήτης; Eur. Ion 42. 321; ἡ ἐν Δελφοῖς, Plat. Phaedr. 244 a; ἡ πρ. γραμματικὴ αὐτῶν, S. Emp. adv. gramm. 279.
Greek (Liddell-Scott)
προφῆτις: ῐδος, θηλ. τοῦ προφήτης, ἐπὶ τῆς Πυθίας, Εὐρ. Ἴων 42, 321, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3796· πρ. τῆς ἀληθείας Διόδ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fém. de προφήτης.
English (Strong)
feminine of προφήτης; a female foreteller or an inspired woman: prophetess.
English (Thayer)
προφητιδος, ἡ (προφήτης), the Sept. for נְבִיאָה, a prophetess (Vulg., Tertullian prophetissa, prophetis), a woman to whom future events or things hidden from others are at times revealed, either by inspiration or by dreams and visions: a female who declares or interprets oracles (Euripides, Plato, Plutarch): ἡ προφῆτις τῆς ἀληθείας ἱστορία, Diodorus 1,2.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προφήτης.
Greek Monotonic
προφῆτις: -ιδος, θηλ. του προφήτης, λέγεται για την Πυθία, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφῆτις -ιδος, ἡ [προφήτης] profetes.
Russian (Dvoretsky)
προφῆτις: ιδος ἡ
1) провозвестница (τῆς ἀληθείας Diod.);
2) прорицательница (ἡ ἐν Δελφοῖς π. Plat.);
3) истолковательница (ἡ π. γραμματική, sc. τῶν ποιητῶν Sext.);
4) пророчица NT.