συνοδοιπορέω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπορέω Medium diacritics: συνοδοιπορέω Low diacritics: συνοδοιπορέω Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΕΩ
Transliteration A: synodoiporéō Transliteration B: synodoiporeō Transliteration C: synodoiporeo Beta Code: sunodoipore/w

English (LSJ)

   A travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).