συντρέφω

From LSJ
Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρέφω Medium diacritics: συντρέφω Low diacritics: συντρέφω Capitals: ΣΥΝΤΡΕΦΩ
Transliteration A: syntréphō Transliteration B: syntrephō Transliteration C: syntrefo Beta Code: suntre/fw

English (LSJ)

   A feed together or besides, ἵππον X.Oec.5.5, cf. Mem.4.3.6.    II Pass., to be brought up together, Pl.Lg.752c; ἐν τῷ αὐτῷ X.Cyr.6.4.14; συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως with them, E.Hel. 1036; τινὶ ἐκ παιδίου Is.9.30: abs., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, such as dogs, Arist.GA744b20.    2 of feelings, etc., to be bred up with, grow up with, become customary or familiar, [τὸ ἡδὺ] ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Plu. Alex.8, cf. Mar.14, AP12.42 (Diosc.); of diseases, Hp.Morb.Sacr. 8,11.    3 to be educated in, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι πονηροῖς ἐθισμοῖς, D.S.1.74, 2.29,60.    4 grow by composition of different substances, to be organized, of bodies, Pl.Phd.96b, Ti.75b; πυρὸς ἐν τόποις τισὶ -τρεφομένου Epicur.Ep.2p.52U.

Greek (Liddell-Scott)

συντρέφω: τρέφω ὁμοῦπροσέτι, ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, οἷον οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι ὁμοῦ μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir ou élever ensemble, acc. ; Pass. croître ou grandir avec, τινι ; en parl. de sentiments, d’habitudes se développer avec, croître avec, τινι;
2 donner de la consistance ; Pass. prendre de la consistance, se former, se constituer.
Étymologie: σύν, τρέφω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυντρέφω Α τρέφω
1. τρέφω επί πλέον
2. τρέφω συγχρόνως
3. παθ. συντρέφομαι
α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον
β) εκπαιδεύομαι σε κάτι
γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν συντέθραπται», Αριστοτ.)
δ) αναπτύσσομαι με τη σύνθεση διαφόρων ουσιών («ἐπειδὰν τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν σηπεδόνα τινὰ λάβῃ, τότε δὴ τὰ ζῷα ξυντρέφεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συντρέφω: μέλ. -θρέψω,
I. τρέφω μαζί ή επίσης, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., ανατρέφομαι μαζί, στον ίδ.· τινί, με κάποιον, σε Ευρ.
2. λέγεται για αισθήματα ή συναισθήματα, αναπτύσσομαι από κοινού με κάποιον, σε Αριστ., Πλούτ.· αναπτύσσομαι με τη σύνθεση διαφόρων ουσιών, συγκροτούμαι, αποκτώ οργανισμό, λέγεται για σώματα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τρέφω, ook ξυντρέφω act. met acc. helpen te voeden. Xen. Mem. 4.3.6. med.-pass. intrans. samen (met...) opgroeien, met dat., met μετά + gen.; tegelijk opgroeien:. ἐν δὲ ταῖς καλουμέναις ἀγέλαις τῶν συντρεφομένων παίδων in de zogenaamde troepjes van jongens die tegelijk opgroeien Plut. Ages. 2.1. samen leven:. συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως je hebt samengeleefd met de dienaren van de koning Eur. Hel. 1036. zich (tegelijk) ontwikkelen, zich (tegelijk) vormen:; ἆρα... τὰ ζῷα συντρέφεται; is het zo dat (wanneer er broei ontstaat) de levende wezens zich tegelijk ontwikkelen? Plat. Phaed. 96b; abs.. τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου συντρεφόμενον de woeste gelaatsuitdrukking die hij van nature had Plut. Mar. 14.2. vergroeid raken. Hp. overdr. vertrouwd raken (met); met dat.. ( τὸ ἡδὺ ) ἐκ νηπίου πᾶσιν ἡμῖν συντέθραπται het aangename is ons allen van kinds af aan vertrouwd Aristot. EN 1105a2.

Russian (Dvoretsky)

συντρέφω: 1) вместе кормить, вместе воспитывать, вместе выращивать (τινάς Xen.); συντραφῆναι ἐν τῷ αὐτῷ Xen. вместе вырасти; συντετράφθαι τινί Eur. быть воспитанным вместе, т. е. быть близким с кем-л.;
2) внушать, воспитывать, прививать (συντεθραμμένος αὐτῷ ζῇλος Plut.): τὸ συντετράφθαι τῇς ἀγωγῆς Plut. привитые навыки или полученное воспитание; συντρεφόμενος ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις Diod. приучаемый к земледельческим занятиям;
3) образовывать, формировать: ἐξ ἀνάγκης συντρεφομένη φύσις Plat. развивающаяся по необходимым законам природа.