σχολαιότης

From LSJ
Revision as of 04:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαιότης Medium diacritics: σχολαιότης Low diacritics: σχολαιότης Capitals: ΣΧΟΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: scholaiótēs Transliteration B: scholaiotēs Transliteration C: scholaiotis Beta Code: sxolaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A leisureliness, laziness, Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαιότης: -ητος, ἡ, μέλλησις, βραδύτης, ἀργοπορία, ἡ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν σχολαιότης Θουκ. 2. 18.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur.
Étymologie: σχολαῖος.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α σχολαῑος
βραδύτητα, νωθρότητα.

Greek Monotonic

σχολαιότης: -ητος, ἡ, χρονοτριβή, βραδύτητα, αργοπορία, οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία, τεμπελιά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σχολαιότης: ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.).