Τυνδάρεος

From LSJ
Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυνδάρεος Medium diacritics: Τυνδάρεος Low diacritics: Τυνδάρεος Capitals: ΤΥΝΔΑΡΕΟΣ
Transliteration A: Tyndáreos Transliteration B: Tyndareos Transliteration C: Tyndareos Beta Code: *tunda/reos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A Tyndareos, husband of Leda, Od.11.298, 24.199 (cf. Hdn.Gr.2.151), and E. in lyr. passages (El.117,989) acc. to codd. (prob. f.l.); Att. Τυνδάρεως, [ᾰ], εω, ὁ, A.Ag.83 (anap.), Th. 1.9, title of tragedy by S. (gen. -εω also in Hes.Fr.94.7, but -έου Fr. 96.21):—hence Patron. Τυνδᾰρίδης [ῐ], Dor. -δας, Pi.N. 10.73, etc.; pl. οἱ Τυνδαρίδαι, of Castor and Pollux, h.Hom.17.2, Hdt.4.145, etc. —Adj. Τυνδάρειος [ᾰ], α, ον, E.Hel.137, IT5; also ος, ον Id.Or.1512 (troch.), Ar.Th.919:—fem. Patron. Τυνδᾰρίς, ίδος, ἡ, παῖς E.Hel. 1546, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Τυνδάρεος: ὁ, ἀνὴρ τῆς Λήδας, Ὀδ. Λ. 299, Ω. 199, καὶ Εὐρ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις (Ἑλ. 117, 989)· - Ἀττικ. Τυνδάρεως, εω, ὁ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 83, Σοφ., κλπ.· - ὁ τύπος Τύνδαρος σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων, εἰ καὶ τὸ πατρωνυμικὸν Τυνδᾰρίδης [ῐ] φαίνεται ἐξ αὐτοῦ σχηματισθέν, Πινδ. Ν. 10. 138, κλπ.· πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι, ἐπὶ τοῦ Κάστορος καὶ Πολυδεύκους, Ὕμν. Ὁμ. 16. 2, Ἡρόδ. 4. 145, κλπ.- Ἐπίθ. Τυνδάρειος, α, ον, Εὐρ. Ἑλ. 137, Ι. Τ. 5· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1512, Ἀριστοφ. Θεσμ. 919· - θηλ. πατρωνυμ. Τυνδαρίς, ίδος, ἡ, Εὐρ.· ὡσαύτως Τυνδ. παῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1546, κλπ. (Ἴδε ἐν λ. Τυδεύς).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Tyndare, père de Castor, de Pollux, d’Hélène et de Clytemnestre.
Étymologie: apparenté à Τυδεύς.

English (Autenrieth)

Tyndareüs, of Sparta, husband of Leda, and father of Clytaemnestra, Castor, and Pollux, Od. 24.199, Od. 11.298 ff.

Greek Monolingual

και αττ. τ. Τυνδάρεως, -εω, και -έου και -εος, ο, ΝΑ 1. μυθ.
γιος του Οιβάλλου και της Γοργοφόνης ή της Βάτειας, αδελφός του Ικαρίου, του Ιπποκόωντος, του Αφαρέως, του Λευκίππου και της Αρήνης, θνητός σύζυγος της Λήδας και πατέρας της Ελένης, της Κλυταιμνήστρας, τών Διοσκούρων, της Τιμάνδρας και της Φίλονόης, βασιλιάς της Λακεδαίμονος, τον οποίο η Αφροδίτη εκδικήθηκε προσδίδοντας στις κόρες του τις ιδιότητες της απιστίας και της επιπολαιότητας
2. τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους.

Greek Monotonic

Τυνδάρεος: ὁ, ο άντρας της Λήδας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Αττ. Τυνδάρεως, -εω, , σε Αισχύλ. κ.λπ.· πατρων. Τυνδᾰρίδης [ῐ], -ου, , σε Πίνδ.· πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι, λέγεται για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Τυνδάρειος, , -ον και -ος, -ον, σε Ευρ.· θηλ. πατρων. Τυνδαρίς, -ίδος, , στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδάρεος: ου, ион.-атт. Τυνδάρεως, εω (ᾰ) ὁ Тиндарей (сын Эбала - Οἴβαλος, - царь Спарты, муж Леды, отец Кастора, Полидевка, Елены и Клитемнестры) Hom., Her., Trag. etc.