φιλαργυρία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A love of money, avarice, Hp.Ep.16, Democr. 222, Isoc.8.96, Din.1.22, Diph.94, Plb.9.25.4, al., 1 Ep.Ti.6.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Geldliebe, Habsucht; Isocr. 8, 96; Din. 1, 22; Pol. 9, 25, 4; Sp., wie Nicarch. 18 (XI, 169); Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαργυρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἀργυρίου, ἀπληστία, Ἰσοκρ. 178D, Δείναρχ. 93. 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de l’argent, avarice.
Étymologie: φιλάργυρος.
English (Strong)
from φιλάργυρος; avarice: love of money.
English (Thayer)
φιλαργυριας, ἡ (φιλάργυρος), love of money, avarice: Isocrates, Polybius, Cebes (399 B.C.>) tab. c. 23; Diodorus 5,26; (Diogenes Laërtius 6,50; Stobaeus, flor. 10,38; Philo de mat. nom. § 40); Plutarch, Lucian, Herodian, 6,9, 17 (8); Trench, Synonyms, § xxiv.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάργυρος
υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.
γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», ΚΔ).
Greek Monotonic
φῐλαργῠρία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, απληστία, σε Ισοκρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
φιλαργῠρία: ἡ сребролюбие Isocr., Polyb., Plut. etc.