Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρητικός

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρητικός Medium diacritics: χωρητικός Low diacritics: χωρητικός Capitals: ΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōrētikós Transliteration B: chōrētikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19.    2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. -κῶς Suid. s.v. χανδόν.

German (Pape)

[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.

Russian (Dvoretsky)

χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).