χειροδάϊκτος

From LSJ
Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροδάϊκτος Medium diacritics: χειροδάϊκτος Low diacritics: χειροδάϊκτος Capitals: ΧΕΙΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: cheirodáïktos Transliteration B: cheirodaiktos Transliteration C: cheirodaiktos Beta Code: xeiroda/i+ktos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A slain by hand, σφάγια S.Aj.219 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1345] mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.

Greek (Liddell-Scott)

χειροδάϊκτος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς φονευθείς, χειροδάϊκτα σφάγια Σοφ. Αἴ. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
déchiré avec la main.
Étymologie: χείρ, δαΐζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι' αἱμοβαφῆ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο-δάϊκτος].

Greek Monotonic

χειροδάϊκτος: [ᾰ], -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύεται από χέρι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

χειροδάϊκτος: руками или собственноручно разрубленный (σφάγια Soph.).