διαπαρατριβή

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπαρατρῐβή Medium diacritics: διαπαρατριβή Low diacritics: διαπαρατριβή Capitals: ΔΙΑΠΑΡΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: diaparatribḗ Transliteration B: diaparatribē Transliteration C: diaparatrivi Beta Code: diaparatribh/

English (LSJ)

ἡ,

   A constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.

Greek Monolingual

διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διαπαρατρῐβή: ἡ страстный спор (NT - v. l. παραδιατριβή).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-παρατριβή -ῆς, ἡ, alleen plur. geruzie, gekrakeel.