καρδιαλγής

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγής Medium diacritics: καρδιαλγής Low diacritics: καρδιαλγής Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kardialgḗs Transliteration B: kardialgēs Transliteration C: kardialgis Beta Code: kardialgh/s

English (LSJ)

ές,

   A suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.