κατακρυφή
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ἡ,
A means of concealment, οὐ γὰρ ἔχω κ. S.OC218 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, das Verbergen, übertr., οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, was Suid. erkl. ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν, Ausflucht.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρῠφή: ἡ, = κατάκρυψις, μεταφ., ὑπεκφυγή, Σοφ. Ο. Κ. 218 (ἀποφυγὴ τοῦ μὴ εἰπεῖν, Σχόλ.).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dissimulation.
Étymologie: κατακρύπτω.
Greek Monolingual
κατακρυφή, ἡ (Α) κατακρύπτω
1. τρόπος απόκρυψης
2. υπεκφυγή («ἀλλ' ἐρῶ
οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
κατακρῠφή: ἡ, απόκρυψη, συγκάλυψη· πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακρυφή: ἡ скрывание, сокрытие, утайка: οὐκ ἔχω κατακρυφάν Soph. я не хочу (больше) скрываться.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρυφή -ῆς, ἡ [κατα- κρύπτω] schuilplaats.