κλήδην

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήδην Medium diacritics: κλήδην Low diacritics: κλήδην Capitals: ΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: klḗdēn Transliteration B: klēdēn Transliteration C: klidin Beta Code: klh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω)

   A by name, Il.9.11.

German (Pape)

[Seite 1450] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον.

Greek (Liddell-Scott)

κλήδην: Ἐπιρρ. (καλέω) κατ’ ὄνομα, ὡσαύτως ὀνομακλήδην, Ἰλ. Ι. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
nominativement.
Étymologie: R. Καλ > Κλη, appeler, -δην.

English (Autenrieth)

(καλέω): by name, Il. 9.11†.

Greek Monolingual

κλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. -κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].

Greek Monotonic

κλήδην: επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κλήδην: adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλήδην [καλέω] adv., bij naam.