κόννος

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννος Medium diacritics: κόννος Low diacritics: κόννος Capitals: ΚΟΝΝΟΣ
Transliteration A: kónnos Transliteration B: konnos Transliteration C: konnos Beta Code: ko/nnos

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος).    2 beard, Luc.Lex.5.    3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.

Greek Monolingual

κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].

Russian (Dvoretsky)

κόννος: v. l. κόνος
1) серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);
2) борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόννος -ου, ὁ baard.