κεφαλαιόω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A bring under heads, sum up, Th.3.67, al.:—Med., Arist.MM1207b22; κ. τινά characterize generally, Pl.R.576b; τὰς δυνάμεις τινῶν Phld.Vit. p.17 J.:—Pass., to be summed up, Arist.Metaph.1013b30; κ. ἑκάστην τῶν ἀρετῶν περὶ ἴδιόν τι κεφάλαιον Stoic.3.73; κεφαλαιοῦσθαι ἐννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων] to amount in all to... Str.2.1.39; εἰς δύο ἀρτηρίας ἡ πάντων ἀγγείων κ. σύνοδος is combined in... Gal.4.657, cf. Porph.Sent.44; κεφαλαιούσθω διότι . . Phld.Rh.2.35 S. II smite on the head, Ev.Marc.12.4.
German (Pape)
[Seite 1427] 1) die Hauptsachen anführen, den Hauptmomenten nach erzählen, summarisch behandeln, zusammenfassen; πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω Thuc. 6, 91, vgl. 8, 53; Sp.; auch im med., κεφαλαιωσώμεθα τὸν κάκιστον, im Allgemeinen bestimmen, erklären, Plat. Rep. IX, 576 b; aber pass. ist ἡ σύμπασα κεφαλαιοῦται ἑξακοσίων σταδίων, beträgt im Ganzen, Strab. II, 92; so auch A. – 2) im N. T. = am Kopfe verwunden, tödten.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
traiter sommairement, en ne parlant que des choses principales;
Moy. κεφαλαιόομαι-οῦμαι traiter sommairement, définir d’une manière générale ou sommaire, acc..
Étymologie: κεφαλαῖος.
English (Strong)
from the same as κεφάλαιον; (specially) to strike on the head: wound in the head.
English (Thayer)
(κεφαλιόω) T WH (approved also by Weiss, Volkmar, others), for κεφαλαιόω, which see.
Greek Monotonic
κεφᾰλαιόω: μέλ. -ώσω,
I. εντάσσω σε κεφάλαια, συνοψίζω, δηλώνω περιληπτικά, σε Θουκ.
II. πλήττω στο κεφάλι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαιόω: 1) тж. med. представлять в основных чертах (τὰ μέγιστα Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;
2) распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);
3) ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαιόω [κεφάλαιος] zich tot de hoofdzaak beperken:; κεφαλαιώσαντες... διαγνώμας ποιεῖσθαι tot de hoofdzaak doordringen en zo een beslissing nemen Thuc. 3.67.7; ook med.: κεφαλαιωσώμεθα... τὸν κάκιστον laten we de slechtste in één woord samenvatten Plat. Resp. 576b.