παυσάνεμος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.
Greek (Liddell-Scott)
παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend.