παυσάνεμος

From LSJ
Revision as of 07:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσάνεμος Medium diacritics: παυσάνεμος Low diacritics: παυσάνεμος Capitals: ΠΑΥΣΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: pausánemos Transliteration B: pausanemos Transliteration C: pafsanemos Beta Code: pausa/nemos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.

Greek (Liddell-Scott)

παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend.