πομφολύζω

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολῠγ-ύσσω,

   A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

French (Bailly abrégé)

s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

English (Slater)

πομφολύζω
   1 well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.