ψυχαπάτης
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[πᾰ], ου, ὁ,
A beguiling the soul, οἶνος Eratosth.36.5; ὄνειρος AP5.165 (Mel.); στέφανος AP12.256 (Id.), etc.; v. ψυχροπότης.
German (Pape)
[Seite 1403] ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend; Mel. 18 (XII, 81); ὄνειρος 103 (V, 166); στέφανος 2 (XII, 256); οἶνος poet. bei Clem. Al. paedag. 2, 2,28.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀπατῶν τὴν ψυχήν, οἶνος ψυχαπάτης Ἐρατοσθένης παρὰ Κλήμ. Ἀλέξ. 183· ὄνειρος Ἀνθ. Π. 5. 166· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλλιτέρας σημασίας, ὁ εὐφραίνων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 12. 256, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui trompe l’âme;
2 qui séduit, captive ou réjouit l’âme.
Étymologie: ψυχή, ἀπατάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που εξαπατά την ψυχή
2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ-απάτης].
Greek Monotonic
ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχᾰπάτης: ου adj. m
1) обманывающий душу, обманчивый (ὄνειρος Anth.);
2) пленяющий, завлекающий (Ἔρωτος στέφανος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.