συγγέωργος

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγέωργος Medium diacritics: συγγέωργος Low diacritics: συγγέωργος Capitals: ΣΥΓΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: syngéōrgos Transliteration B: syngeōrgos Transliteration C: syggeorgos Beta Code: sugge/wrgos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monotonic

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γέωργος -ου, ὁ mede-landwerker, mede-boer

Russian (Dvoretsky)

συγγέωργος: или συγ-γεωργός ὁ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.