αἶα
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
(A), ἡ, Ep. form used for γαῖα metri gr.,
A φυσίζοος αἶα Il.3.243, etc., cf. Emp.27, Scol.12, A.R.1.580, Tab.Defix.7; also in Trag., chiefly in lyr., A.Pers.59, S.El.95, also in trim., E.Andr.51: never in pl. II Αἶα, ἡ, orig. name of Colchis, S.Fr.914: also part of Thessaly, ib.915.
αἶα (B) ὑπὸ Κυρηναίων τηθὶς καὶ μαῖα, καὶ ἀδελφὴ Κρήτης· καὶ φυτόν τι. ἔτι δὲ ὁ καρπὸς αὐτῷ ὁμώνυμος, EM27.24. (Possibly cogn. with Lat.
A avia.)
αἶα (C),
A = ὄα, Ael.Dion.Fr.16.
Greek (Liddell-Scott)
αἶα: ἡ, Ἐπ. τύπος ἀντὶ τοῦ γαῖα, χάριν τοῦ μέτρου, Ὅμ. καὶ παρὰ Τραγ., ἰδίως ἐν λυρ. χωρίοις: οὐδέποτε κατὰ πληθ. ΙΙ. Αἶα, ἡ, τὸ ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Κολχίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 774: ὡσαύτως μέρος τῆς Θεσσαλίας, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
terre.
Étymologie: DELG c. γαῖα, à rapprocher de αἶα², cf. « Terre-Mère ».
2ας (ἡ) :
grand-mère.
Étymologie: DELG c. μαῖα, cf. αἶα.
English (Autenrieth)
earth, land; πᾶσαν ἐπ' αἶαν, ‘the world over.’
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ciren. nodriza, tía, EM α 402.
2 cret. hermana, EM α 402.
• Etimología: Quizá cf. lat. auia ‘abuela’ (auus ‘abuelo’), het. ḫuḫḫaš ‘abuelo’.
-ας, ἡ
bot. sorbo, serbal, Sorbus domestica L., An.Bachm.51.6, EM α 402.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. αἴη
tierra φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης Il.2.162, cf. Anacr.193, φυσίζοος αἶα Il.3.243, φοιτῶντες ἐπ' αἶαν Hes.Op.125 (gener. secl. por los edd.), κατ' αἶαν ἱρὰν Stesich.Fr.Lille 205, εὐκλέας αἶα κέκευθε Simon.FGE 706 (= AP 7.301), ἐκ δ' αἴης προρέουσι θελεμνά τε καὶ στερεωπά Emp.B 21.6, οὐδ' αἴης λάσιον μένος οὐδὲ θάλασσα Emp.B 27.2, Ἑλλάδ' ἐς αἶαν A.Pers.2, cf. A.429, Pers.59, βάρβαρον αἶαν S.El.95, Δελφῶν κατ' αἶαν E.Andr.51, αἶα Πελασγῶν A.R.1.580, θάλασσα δὲ πᾶσα καὶ αἶα Theoc.17.91, μὴ κατ' αἶαν μηδὲ κατὰ θάλατ(τ)αν μὴ ἔργο(ν) μὴ ἐργασίη IG 3.(3) p.VIIb (Tebas II a.C.), cf. M.Ant.6.10, αἶαν ὅλην νήσους τε διιπταμένη σύ, χελιδών AP 9.346 (Leon.; prob. juego de palabras c. Αἶα), αἶα· γαῖα κατ' ἀφαίρεσιν τοῦ γ Hsch.
• Etimología: Etim. insegura. Quizá relacionable c. ai. sasyám ‘cosecha’, o c. lat. auia, cf. 2 αἶα (en conexión con la idea de ‘tierra madre’) o podría tratarse de pregr. en cuyo caso podría relacionarse c. γαῖα.
Greek Monotonic
αἶα: ἡ, Επικ. τύπος χρησιμ. αντί γαῖα, χάριν μέτρου, σε Όμηρ., Τραγ.· ποτέ στον πληθ.
Russian (Dvoretsky)
αἶα: ἡ Hom., Trag. = γαῖα, γῆ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: earth (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By some considered identical with αἶα 2. (Brugmann IF 15, 94ff., 29, 206ff.), orig. mother. The relation with γαῖα and μαῖα is uncertain; cf. Güntert Reimwortbildungen 126f., Brandenstein Fs. Debrunner 1954, 80. vW.: < *as-ya from *h₂s- dry (ἄζω).
2.
Grammatical information: f.
Meaning: mother, grandmother? Cf. αῖα ὑπὸ Κυρηναίων τηθίς καὶ μαῖα καὶ ἀδελφη Κρητης. καὶ φυτόν τι. ἔτι δε ὁ κάρπος αὐτῳ ὁμώνυμος EM 27, 24.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Compared with Lat. avia; uncertain. Elementary word? See αἶα 1.