ἔφηλις
πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
English (LSJ)
Ion. ἔπ- (q. v.), ιδος, also ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος):—
A rivet, burr or dinch to secure a nail, Ph.Bel.63.50, IG11(2).165.13 (Delos, iii B.C.). II in pl., rough spots which stud the face (from ἧλος), or, acc. to others, freckles (from ἤλιος), Hp.Prorrh.2.23, Alim.20, Mul.2.215, Thphr.HP9.20.3, Sor.1.44 (sg.), etc.: acc. pl. ἐφήλεις Dsc.1.123. 2 in sg., = λέπρα, ἐ. ἀργινόεσσα, λεύκη, Nic.Th.333, 858.
German (Pape)
[Seite 1117] oder ἐφηλίς, ίδος, ἡ, plur. auch αἱ ἐφήλεις, Diosc., ion. ἔπηλις, 1) (ἥλιος), nach VLL. ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου περὶ τὸ πρόσωπον ἔκκαυσις καὶ μελανία, Sommersprossen, u. eine schlimmere Krankheit, Medic., wie Hippocr. λειχήν, ἀλφός, ἔφηλις zusammenstellt; ἀργινόεσσα Nic. Th. 333. 858. – 2) (ἦλος), eisernes Band am Deckel einer Kiste, Philo Mechan.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφηλις: Ἰων. ἔπηλις, ιδος, ὡσαύτως ἐφηλίς, ίδος, ἡ: (ἧλος): - σιδηροῦν ἔλασμα καθηλωμένον ἐπὶ τοῦ σκεπάσματος κιβωτίου, Φίλων Βελοπ. 63F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τραχέα στίγματα ἅπερ καθιστῶσι τὸ πρόσωπον κατάστικτον (ἐκ τοῦ ἧλος), ἢ κατ’ ἄλλους μελανίαι ἐν τῷ προσώπῳ ἕνεκα τοῦ καύματος τοῦ ἡλίου (ἐκ τοῦ ἥλιος), Ἱππ. Προρρ. 105C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3, κτλ.· πρβλ. Νικ. Θ. 333, 158.
French (Bailly abrégé)
ιδος ou εως (ἡ) :
tache de rousseur sur la peau.
Étymologie: ἐπί, ἥλιος.
Frisk Etymological English
-ίς Meaning: technical term of uncertain meaning, etwa rivet, butt or clinch?; acc. to H. ἐφήλιδες περόναι, ἔπηλις τὸ πῶμα τῆς λάρνακος (S. Fr. 1046, hell.); usually metaph. as name of an effloresence(?) (Nic.), in this meamimg mostly in plur. (Hp., Thphr.), also explained as freckles and connected with ἥλιος (= αἱ τοῦ ἡλίου ἐπικαύσεις H.).
Other forms: gen. -ιδος, -ίδος, pl. also -εις, Ion. ἔπηλις (after Hdn. Gr. 1, 91 barytone), -ιδος f.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the ι(δ)-stem s. Schwyzer 450, 464f., Chantraine Formation 113f. - Because of the unclear meaning morphologically uncertain. There are three, or four explanations: 1. als hypostasis of ἐφ' ἥλου (ὤν): a) what is upon a ἧλος (pin)'; b) upper (part of a) ἧλος. 2. bahuvrihi: equipped with a ἧλος. 3. postverbal of ἐφηλοῦν pin down, fix: what has been pinned down; cf. ἔφηλος ὁ ἡλωμένος Suid. S. also on ἔφηλος.