ἐντυπάς

From LSJ
Revision as of 01:04, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠπάς Medium diacritics: ἐντυπάς Low diacritics: εντυπάς Capitals: ΕΝΤΥΠΑΣ
Transliteration A: entypás Transliteration B: entypas Transliteration C: entypas Beta Code: e)ntupa/s

English (LSJ)

Adv., once in Hom., Il.24.163 ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (of Priam in his grief) lying wrapt up in his mantle so closely

   A as to show the contour of his limbs (τύπος), cf. Sch.ad loc., Hsch.; ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος A.R.1.264, cf. 2.861, Q.S.5.530, Epic.in Arch.Pap.7p.3.

German (Pape)

[Seite 859] adv., Homer einmal, Iliad. 24, 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος, nach Aristarch = so eingehüllt, daß man durch das Gewand die Form des Leibes sah, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐν ἴσῳ τῷ ἐντυπαδίῳ, ὥστε διὰ τοῦ ἱματίου τὸν τοῦ σώματος τύπον φαίνεσθαι; Apoll. Rhod. 1, 264. 2, 861 Quint. Sm. 5, 530. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 69, 24 Ioann. Alexandrin. p. 38, 12 Hesych. u. d. a. Lexicogr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῠπάς: Ἐπίρρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ω 163· ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (περὶ τοῦ Πριάμου ἐν τῇ θλίψει αὐτοῦ), «ἐντυπωδῶς, ἐντετυπωμένως τῷ ἱματίῳ, ὥστε δι’ αὐτοῦ σώματος μόνον τύπον φαίνεσθαι, καὶ διὰ τοῦ σκέποντος ὁρᾶσθαι τὸν τοῦ σκεπομένου τύπον» (Εὐστ.), «οὕτως φησὶν αὐτὸν κεκαλύφθαι τῇ χλανίδι ἐν τετυπωμένοις ἱματίοις ὅλον τὸ σῶμα, ὥστε μόνον τῶν μελῶν τύπον φαίνεσθαι» (Σχόλ.)· τὴν φράσιν τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. (Α. 264) ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν, πρβλ. καὶ Β. 861, καὶ Κόϊντ. Σμ. 5. 530. Ἴδε Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

adv.
en s’enveloppant ou en se roulant dans qch de manière à mouler les formes du corps.
Étymologie: ἐν, τύπος.

English (Autenrieth)

(τύπτω): adv., closely wrapped in his mantle, Il. 24.163†.

Spanish (DGE)

(ἐντῠπάς)
adv. dibujando el contorno, marcando la figura, de manera muy apretada ref. al modo de llevar el manto de duelo ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐ. ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος el viejo estaba en medio cubierto con un manto estrechamente ceñido Príamo por la muerte de Héctor Il.24.163 Il.24.163, ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν A.R.1.264, cf. 2.861, Q.S.5.530
gener. ἀμφὶ δέ οἱ νεόδαρτος ἐνὶ χροὶ δύετο ῥινός ἐ. la piel recién desollada se adhería a la carne modelándola Dionysius 19ue.6
ocultándose, estando embozado Hsch.

• Etimología: De τύπτω.

Greek Monolingual

ἐντυπάς (Α)
επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» — έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ' αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐντῠπάς: (τύπος), επίρρ., ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (λέγεται για τον Πρίαμο και το πένθος του), τυλιγμένος στο μανδύα του, στο χιτώνα του τόσο στενά, ώστε να φαίνονται τα μέλη του σώματός του, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντυπάς: adv. плотно (ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: uncertain, but prob. wrapped in Il. (Ω 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς