κάκτος

From LSJ
Revision as of 01:52, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκτος Medium diacritics: κάκτος Low diacritics: κάκτος Capitals: ΚΑΚΤΟΣ
Transliteration A: káktos Transliteration B: kaktos Transliteration C: kaktos Beta Code: ka/ktos

English (LSJ)

ἡ,

   A cardoon, Cynara Cardunculus, Thphr.HP6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.Mir.8, Dsc.Alex.33.    2 κάκτος, ὁ, the fruit, μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, Thphr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.

Greek (Liddell-Scott)

κάκτος: ἡ, Λατ. cactus, «ἡ δὲ κάκτος καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν ἴδιον δὲ παρὰ τἆλλα τὸ φυτόν· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) κάκτος, ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, μήκων, μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· ὡσαύτως ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ο και η (Α κάκτος)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών της οικογένειας κακτίδες

Russian (Dvoretsky)

κάκτος: ἡ кактус Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάκτος -ου, ἡ distel (plant).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a kind of thistle, cardoon, cactus (Epich., Theophr., Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique cactus. From here Lat. cactus. Fur. 321, 371 thinks the -κτ- points to Pre-Greek and compares ἀκακία.