κλήθρα

From LSJ
Revision as of 02:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήθρα Medium diacritics: κλήθρα Low diacritics: κλήθρα Capitals: ΚΛΗΘΡΑ
Transliteration A: klḗthra Transliteration B: klēthra Transliteration C: klithra Beta Code: klh/qra

English (LSJ)

Ion. κλήθ-ρη, ἡ,

   A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].

Greek Monotonic

κλήθρα: Ιων. -ρη, , είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλήθρα -ας, ἡ els (boom).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: alder, Alnus glutinosa (Od., Thphr.).
Other forms: ion. -ρη
Derivatives: κλήθρινος of alder (Ath. Mech.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Has been connected with NHG dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana as IE. *klādhrā. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 259, where also on other IE. names of the alder. Unclear to me.