κρούπεζαι

From LSJ
Revision as of 02:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούπεζαι Medium diacritics: κρούπεζαι Low diacritics: κρούπεζαι Capitals: ΚΡΟΥΠΕΖΑΙ
Transliteration A: kroúpezai Transliteration B: kroupezai Transliteration C: kroypezai Beta Code: krou/pezai

English (LSJ)

αἱ,

   A high wooden shoes, used in Boeotia for treading olives, and worn on the stage by flute-players to beat time, Paus. Gr.Fr.239, Poll.7.87 (sg.), Phot.:—also κρούπαλα, τά, S.Fr.44; κρούπετα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρούπεζαι: -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν ὅπως δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, Πολυδ. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― ὡσαύτως, κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 153· ὅθεν, κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρούπεζαι, αἱ (Α)
1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών
2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού-πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από φράση) < κρούω + πέζα (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. πούς), πρβλ. αργυρό-πεζα, οπότε η αρχ. σημ. της λ. είναι «χτυπώ το πόδι» ή «χτυπώ με το πόδι»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl. (-ζα sg.)
Meaning: wooden shoes to press olives or to indicate the dance-rhythm (Paus. Gr., Poll., Phot.).
Other forms: Byforms: κρούπαλα (S. Fr. 44; cf. e.g. κρόταλα), κρούπανα (H., after instrument names in -ανον), -πετα (H.; example?).
Compounds: κρουπεζο-φόροι pl. name of the Boeotians (Cratin.).
Derivatives: Dimin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) and κρουπεζούμενος provided with κ. (H.). -
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Governing compound, equal to the expression τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν bump your foot, stamp with the foot; 2. member after ἀργυρό-πεζα a. o. - The byforms (replaced by more understandable forms: folketym.?) suggest some other origin than a compound with -πεδ-; we have κρου-παν\/λ-, -πεT-.