μανδύα

From LSJ
Revision as of 03:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανδύα Medium diacritics: μανδύα Low diacritics: μανδύα Capitals: ΜΑΝΔΥΑ
Transliteration A: mandýa Transliteration B: mandya Transliteration C: mandya Beta Code: mandu/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ (μανδύη Poll.7.60, D.C.57.13,al.), μανδύας, ου, ὁ (LXX Jd.3.16, al., Suid.), or μανδύης (Lyd.Mag.2.13),

   A woollen cloak, Persian word acc. to Ael.Dion.Fr.252, Hsch.; but Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτών A.Fr.364, cf. Artem.2.3, St.Byz. s.v. Λιβυρνοί.

Greek (Liddell-Scott)

μανδύα: ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, ἐπανωφόριον ἐξ ἐρίου, ἐφεστρίς, ὡς ὁ φαινόλης (Πολυδ. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι εἶναι λέξις Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Λιβυρνοί.

Greek Monolingual

και μαντύα, η (AM μανδύα, Α και μανδύη)
μανδύας, επενδύτης
νεοελλ.
(ειδικά) ο στρατιωτικός επενδύτης, η χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (λιβυρνική μανδύη), ενώ κατ' άλλους είναι περσικό δάνειο].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a woollen cloth (A. Fr. 364 = 711 Mette, LXX).
Other forms: f., -ας, -ης
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained foreign word. After Ael. Dion. Fr. 252 and H. Persian; A. (l.c.), and St. Byz. 415, 7 speaks of Λιβυρνικη μανδύη.