καρώ

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρώ Medium diacritics: καρώ Low diacritics: καρώ Capitals: ΚΑΡΩ
Transliteration A: karṓ Transliteration B: karō Transliteration C: karo Beta Code: karw/

English (LSJ)

ἡ,

   A caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perh. to be read in Ath. 9.371e.

Greek Monolingual

(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in seems Pre-Greek.