κολαούζος
Greek Monolingual
(I)
ο ζωολ.
κοινή ονομασία του είδους Echeneis naucrates, του γένους εχηνηίς.
(II)
(Μ) και κολαούζης, ο
1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει»)
2. έμπειρος σύμβουλος, καθοδηγητής
3. κάθε πράγμα ή σημάδι που χρησιμεύει για ένδειξη κατευθύνσεως ή υπόδειξη ενέργειας ή για αναγνώριση
4. το τεντωμένο σχοινί με το ένα άκρο του οποίου είναι δεμένος στη μέση ο εργαζόμενος κάτω από τη θάλασσα δύτης και με το οποίο επικοινωνεί συνθηματικώς με τον έξω από τη θάλασσα κολαουζιέρη
5. φορτικός άνθρωπος («μού έχει γίνει κολαούζος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ») β. το καλαούζο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kilavuz].